σουβάς

σουβάς
ο, Ν
βλ. σοβάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σουβάς — ο βλ. σοβάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοβάς — (I) άδος, ἡ, Α 1. (για βάκχες και εταίρες) αυθάδης, αναιδής 2. είδος χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβῶ + κατάλ. άς, άδος]. (II) και σουβάς, ὁ, Ν (οικοδ.) (κν. ονομ.) το επίχρισμα τοίχου, αλλ. αμμοκονίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. siva] …   Dictionary of Greek

  • πεταχτός, -ή, -ό — πεταχτός, ή, ό, 1 . αυτός που γίνεται με ύλη που πετιέται: Ο σουβάς του ταβανιού θα γίνει πεταχτός. 2. ευκίνητος, ζωηρός, χαρούμενος, γρήγορος: Είναι λιγάκι πεταχτή η κοπέλα, ζωηρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοβάς — σοβάς, ο και σουβάς, ο (λ. τουρκ.), ασβεστοκονίαμα: Οι Τούρκοι σκέπασαν με σοβά τις αγιογραφίες του ναού της Αγίας Σοφίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”